Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η αλληγορία του σπηλαίου




ΣΩΚΡΑΤΗΣ Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σε υπόγειο οίκημα με μορφή σπηλιάς, που έχει την είσοδό του ανοιχτή προς το φως της μέρας, [...] και να βρίσκονται εκεί από την παιδική τους ηλικία αλυσοδεμένοι και στα σκέλη και στον αυχένα, ώστε να μένουν με το σώμα τους ακίνητο, έτσι που να μην βλέπουν παρά μόνο ό,τι είναι μπροστά τους, ενώ δεν έχουν την δυνατότητα, εξαιτίας της αλυσίδας, να περιφέρουν ολόγυρα το κεφάλι τους. Και πίσω τους, σε αρκετή απόσταση, σ’ επίπεδο ψηλότερο απ’ αυτούς ν’ ανάβει φως από φωτιά και στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, δρόμος ανηφορικός και παράλληλα μ’ αυτόν να’ ναι χτισμένος μαντρότοιχος [...]
ΓΛΑΥΚΩΝ Βλέπω, είπε ο Γλαύκων.
ΣΩ. Βλέπε λοιπόν ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα με αυτόν τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής, υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο κι όπως θα περίμενε κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.
ΓΛ. Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.
ΣΩ. Ολόιδιους με μας, αποκρίθηκα, γιατί πιστεύεις ότι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των συνδεσμωτών τους, που τις σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς τοίχο της σπηλιάς;
ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους;
ΣΩ. Και τι θα ‘χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους, εκτός απ’ τις σκιές τους;
ΓΛ. Μόνο αυτές, βέβαια. [...]
ΣΩ. Λοιπόν, είπα, άνθρωποι σε  αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;
ΓΛ. Σίγουρα, μόνο τις σκιές.
ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, είπα, τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’ τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν συνέβαιναν πράματα σαν και τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ‘νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει το βλέμμα του προς το φως, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ‘νιωθε πόνο και, θαμπωμένος απ’ τον φως, λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε πράγματα πιο αληθινά – βλέπει λοιπόν πιο σωστά;
ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν, είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια. [...]
ΣΩ. Κι αν, είπα, κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσ’ απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση, και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δε θα ‘ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε θ΄ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτό τον τρόπο; και, όταν θα ‘φτανε στο φως, έχοντας τα μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;
ΓΛ. Αποκλείεται έτσι ξαφνικά.
ΣΩ. Αν όμως είχε σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί΄ έτσι, θα ‘βλεπε στην αρχή πιο εύκολα τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και των ανθρώπων και των αντικειμένων, όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τα’ αντικείμενα αυτά καθαυτά. Κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ό,τι τη μέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Τί λοιπόν; δεν πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ‘νιωθε οίκτο για τους άλλους;
ΓΛ. Και με το παραπάνω. [...]
ΣΩ. Κι αν υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δεσμώτες, [...] δε θα προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ΄λεγαν γι’ αυτόν ότι, με το ν’ ανέβει εκεί πάνω να ‘τον που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά΄ και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν;
ΓΛ. Χωρίς άλλο, είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: